Η πολιτική της υπερφορολόγησης της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει προ πολλού υπερβεί τα όρια της αντοχής των πολιτών. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στις ολοένα αυξανόμενες υποχρεώσεις τους. Παράλληλα και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύεται ολοένα και ψηλότερα. Η αγορά στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας.
Τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) είναι απαγοητευτικά.
Συνολικά περισσότεροι από 4.000.000 πολίτες έχουν οφειλές προς την Εφορία.Τα χρέη αυτά αγγίζουν τα 101,5 δις ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 38% σε σχέση με το τέλος του 2014. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τις οφειλές ιδιωτών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, φθάνουμε στο δυσθεώρητο ποσό των 131 δις.
Μεγάλοι, αλλά και μικροί οφειλέτες υπόκεινται σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.Οι
κατασχέσεις δίνουν και παίρνουν. Ενδεικτικό του τραγικού αδιεξόδου στο οποίο έχει φέρει η Κυβέρνηση τους πολίτες είναι ότι το Μάιο επιβλήθηκαν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης σε 11.000 συμπολίτες μας. Κάθε μέρα του Μαΐου γίνονταν πάνω από 400 κατασχέσεις!
Η Κυβέρνηση, ενώ εξαντλεί τη σκληρότητά στην ακατάσχετη επιβολή φόρων και καταναγκαστικών εισπρακτικών μέτρων, αδιαφορεί για την αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής. Οι φοροδιαφεύγοντες, σε αντίθεση με τους συνεπείς φορολογουμένους, εξακολουθούν προκλητικά να ξεφεύγουν από την «τσιμπίδα» των αρμοδίων αρχών.
Έτσι, αν και οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπόσχονταν έσοδα 3 δις ευρώ από τη φοροδιαφυγήμέσα σε χρονικό διάστημα 6 μηνών από την αρχική εκλογή τους, εισέπραξαν τελικά μόλις 115 εκατομμύρια ευρώ σε 3,5 χρόνια.
Για παράδειγμα τα έσοδα από την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, που, όπως ρητά δήλωσε η ΑΑΔΕ, δεν αποτελεί πλέον αξιοποιήσιμο εργαλείο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, περιορίστηκαν μέχρι τον Απρίλιο του 2018 σε 48,4 εκατομμύρια ευρώ. Αντίστοιχα, τα έσοδα από τον έλεγχο των εμβασμάτων εξωτερικού περιορίστηκαν και αυτά στα 48,7 εκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος Απριλίου 2018.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, το πρώτο τρίμηνο του 2018 τα ποσοστά παραβατικότητας στο σύνολο των διενεργηθέντων ελέγχων και ερευνών υπερβαίνουν το 61%. Δηλαδή, παρότι σήμερα είναι σαφώς ευκολότερος ο εντοπισμός της φοροδιαφυγής, αυτή, αντί να μειώνεται, συνεχώς διογκώνεται.
Παρά τα αποθαρρυντικά αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής της, η Κυβέρνηση παραμένει εγκλωβισμένη στη δική της εικονική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν διστάζει να διαλαλεί ότι «ο συνολικός φορολογικός συντελεστής δεν είναι υπερβολικός σε ευρωπαϊκή κλίμακα».
Ενώ είναι γνωστό ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συνολικούς φορολογικούς συντελεστές, με χώρες όπως η Γερμανία και Ισπανία να ακολουθούν. Είναι επείγον να αλλάξουμε πορεία. Οι υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις αφαιρούν ζωτικό εισόδημα από τους πολίτες και την αγορά με άμεση υφεσιακή επίπτωση. Η Χώρα χρειάζεται μια εντελώς διαφορετική δημοσιονομική πολιτική.
Μια πολιτική βασισμένη στην εξωστρέφεια, στην ανάπτυξη, στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, στη διασφάλιση της ρευστότητας. Μόνο έτσι θα βρεθεί διέξοδος, για τους πολίτες και για την οικονομία.